χείρονος

χείρονος
χείρων
mcaner
gen comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρώσις — ώσεως, ἡ, Α 1. ενίσχυση, δυνάμωμα 2. ενθάρρυνση, εμψύχωση 3. βιαιότητα, σφοδρότητα («ἡ ῥῶσις τοῡ πάθους», Πορφ.) 4. υπεροχή, επικράτηση («ῥῶσις τοῡ χείρονος ἤθους», Πλωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω τού ῥώννυμι + κατάλ. σις (πρβλ. θύ σις, ῥύ σις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”